Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα β. Ἁγιογραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα β. Ἁγιογραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Σεισμός - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΤΑΚΤΟΥΣ

Ὁ Θεὸς ἔδειξε αἰσθήματα φιλόστοργης μητέρας, ἡ ὁποία πολλὲς φορές, ὅταν κλαίει ἀδικαιολόγητα τὸ μωρό της ποὺ θηλάζει, θέλουσα νὰ τοῦ κόψει αὐτὴ τὴ συνήθεια, κουνάει δυνατὰ τὸ κρεββατάκι του, ὄχι γιὰ νὰ τὸ βλάψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ φοβερίσει τὸ νήπιο.  

Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος τραντάζει τὴν οἰκουμένη ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια Του, ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας τὰ ἄτακτα παιδιά Του.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος 

Πηγή: Παδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βασίλειος Δ. Χαρώνης, Τόμος Δ΄, σελ. 292.

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Πρὸς ὅσους πλανοῦνται ἀπὸ αἱρετικοὺς κόλακες... - Ὅσιος Μακάριος ὁ Πάτμιος




... Λοιπὸν μάθε ἐσὺ ὁ Ὀρθόδοξος ὅποιος εἶσαι ὁ πλανεμένος ἀπὸ τὰς κολακείας τῶν Λατίνων, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς ἔχεις διὰ χριστιανούς, τοὺς κρίνεις διὰ ὀρθοδόξους, μάθε ἀφ᾿ ὅσα ἤκουσες τὴν πλάνην σου, κατάλαβε αὐτὸ τὸ περιβόητον ὄνομα, Ὀρθόδοξος δὲν εἶναι τρόπος νὰ ἔχῃ ἐκεῖνος ὁποῦ λύσει κἄν μίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.   

Καὶ πῶς ἐσὺ κρατεῖς τοὺς Λατίνους διὰ Ὀρθοδόξους; αὐτοὺς ὁποῦ ἔλυσαν σχεδὸν τὰς περισσοτέρας ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς ὁποῦ ἐνόθευσαν τὸ Σύμβολον τῆς Ἁγίας Πίστεως, αὐτοὺς ὁποῦ κατεπάτησαν τοὺς Ἀποστολικοὺς κανόνας, αὐτοὺς ὁποῦ κατεφρόνησαν τὰς ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, αὐτοὺς ὁποῦ ἐμόλυναν μὲ προσθῆκες καὶ ἀφαιρέσεις τὰ συγγράμματα τῶν οἰκουμενικῶν διδασκάλων, αὐτοὺς ὁποῦ ἐσκανδάλισαν τὴν οἰκουμένην ὅλην διὰ νὰ συστήσωσι τὸν παπισμόν τους,  αὐτοὺς ὁποῦ ἠρνήθησαν τὴν κεφαλὴν τῆς Ἑκκλησίας τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ νὰ ἀναστήσωσιν τὴν εἰδωλολατρείαν τοῦ Πάπα, αὐτοὺς ὁποῦ ἐγέννησαν τόσας αἰρέσεις εἰς τὴν οἰκουμένην διὰ τὴν φιλαργυρίαν καὶ πλεονεξίαν τους, τοὺς τοιούτους ἔχεις γιὰ ὀρθοδόξους...;

Ὅσιος Μακάριος ὁ Πάτμιος

Πηγή: Οἱ ἀγώνες τῶν Μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, «Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος», σελ. 328.  
  

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Τί εἶναι ὁ Οἱκουμενισμός; - Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. 

Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. 

Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παρεμόρφωνον ἰδιώματα τινὰ τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δὲ εὐρωπαϊκαὶ αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τὸν Θεάνθρωπον καὶ εἰς τὴν θέσιν του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. 

Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ, Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἄλλων αἱρέσεων, ὧν τὸ ὄνομα «λεγεών».

Πηγή: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἱερὰ Μονὴ Ἀρχαγγέλων Τσελιέ, Βάλιεβο - Σερβία»  σελ. 224.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Καλότυχος εἶναι - Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

Καλότυχος εἶναι 

ἐκεῖνος ποὺ ἀγκάλιασε 

τὴν ἀγάπη τὴν θεϊκή. 

Αὐτὸς 

δὲν θὰ ἐπιθυμήσει μὲ ἐμπάθεια 

κανένα κάλλος ἀνθρώπινο. 


Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ὁ Οὐρανός εἶναι ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου - Γ. Ἀμβρόσιος Λάζαρης


Ὁ Οὐρανός εἶναι ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου. Καί εἶναι ἐκεῖ μέσα ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων ψυχές, ὅπως εἶμαστε κι ἐμεῖς.

Πῶς πήγανε στόν Παράδεισο τά ἑκατομμύρια τῶν Ἁγίων, τώρα χαίρονται καί ἀγάλλονται καί δέν ἔχουν κανένα πράγμα νά τούς ἐνοχλεῖ;

Ἀλλά ἐδῶ κατάλαβαν τόν στόχο τῆς ζωῆς καί βάδισαν σωστά: μέ καλοσύνη, μέ ἀγάπη, μέ πίστη, μέ εἰλικρίνεια, μέ δικαιοσύνη, μέ φιλανθρωπία.

Γ. Ἀμβρόσιος Λάζαρης 
 
Πηγή: Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης, Ἱ.Μ. Δαδίου, «Π. Κυριακίδη», σελ. 179.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ὁμολογία Πίστεως


Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727

«Ἐκλήθημεν δὲ ἄνωθεν οἱ εὐσεβεῖς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας χριστιανοὶ διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἀπό τε τῶν Προφητῶν, ἀπό τε τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, ἀπό τε τῶν Ἀποστόλων, ἀπό τε τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἁπαξαπάντων τῶν ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐνηχηθέντων ἁγίων Πατέρων εἰς τὸ πιστεύειν καὶ φρονεῖν ὅσα ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ διασῴζει μέχρι τοῦδε ἀπαραμείωτα καὶ ἀνόθευτα εἰς τὸ παντελές, εἴτε δόγματα πίστεως, ὅρους τε καὶ κανόνας, εἴτε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε καὶ ἀγράφους·

ὀφείλομεν ἄρα καὶ περιέπειν ταῦτα πάντα καὶ ἐνστερνίζεσθαι ὅλῃ ψυχῇ, διανοίᾳ τε καὶ προθυμίᾳ, καὶ μηδὲ κεραίαν ἐκ τούτων ἀθετεῖν ἢ μεταποιεῖν ἢ προστιθέναι ἢ ἀφαιρεῖν, ἀλλὰ τὴν εὐθεῖαν βαδίζειν καὶ βασιλικὴν καὶ ἄπταιστον τῆς σωτηρίας ὁδόν, τὴν μήτε εἰς τὰ δεξιὰ μήτε εἰς τὰ ἀριστερὰ κλίνουσαν. 
 
Καὶ γὰρ καὶ μικρὰ παρέγκλισις καὶ μεταποίησις ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις εἰς κρημνὸν φέρει καὶ βάραθρα, καὶ βυθῷ ψυχικῆς ἀπωλείας παραπέμπει τὸν ὁπωσοῦν ἐκτραπέντα τῆς εὐθείας καὶ τῆς ἀληθείας διαμαρτήσαντα».
 
Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 2, Akademische Druck u. Verlagsanstalt, Graz Austria 1968 [2], σελ. 942ἑ.


 

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πέλαγος εὐσεβείας - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πέλαγος εὐσεβείας, γεμάτο ὄχι ἀπό κύματα, ἀλλὰ ἀπὸ πίστη. 

Σὲ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς δὲν ναυαγεῖ τὸ σκάφος τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας, δὲν χτυπιέται, δὲν ταράζεται, δὲν βασανίζεται ἀπὸ βαρυχειμωνιά, ἀλλὰ ἀγκυροβολεῖ σὰν σὲ λιμάνι γαλήνιο στὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὸν Κύριο.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος 

Πηγή: Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βασίλειος Χαρώνης, Τόμος Β΄, σελ. 479.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Τὰ τρία πάθη τῆς πλάνης - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης


Στὴν πλάνη λοιπὸν ὑπάρχουν τὰ τρία αὐτὰ πάθη: ἀπιστία, πονηρία καὶ ραθυμία. Αὐτὰ γεννοῦν καὶ ὑποστηρίζουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. 

Ἡ ἀπιστία δηλαδὴ εἶναι δάσκαλος τῆς πονηρίας, ἡ πονηρία εἶναι σύντροφος τῆς ραθυμίας, τῆς ὁποίας σύμβολο εἶναι ἡ ὀκνηρία.  Ἢ ἀντιστρόφως ἡ ραθυμία γεννὰ τὴν πονηρία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ».(Ματθ. 25,26).

Ἡ πονηρία εἶναι μητέρα τῆς ἀπιστίας. Γιατὶ κάθε πονηρὸς εἶναι ἄπιστος, κι ὅποιος δὲν πιστεύει δὲν ἔχει φόβο Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἀπιστία τώρα γεννιέται ἡ ραθυμία, ἡ μητέρα τῆς καταφρονήσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀμελεῖται κάθε καλὸ καὶ διαπράττεται κάθε κακό. 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης 

Πηγή: Φιλοκαλία, Τόμος Δ΄, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης,  «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας», σελ. 210.

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Ἀνάστασις εὐσεβῶν καὶ ἀσεβῶν - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς


Θὰ ἀναστηθοῦν βέβαια καὶ τὰ νεκρὰ σώματα τῶν ἀσεβῶν, ἀλλ᾿ ὄχι μὲ οὐράνια δόξα· διότι δὲν θὰ εἶναι σύμμορφα μὲ τὸ σῶμα τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἰδοῦν τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει ὑποσχεθῇ στοὺς πιστούς, ἡ ὁποία καὶ ἀποκαλεῖται βασιλεία τοῦ Θεοῦ· «ἂς ἀρθῇ ἀπὸ τὸ μέσο ὁ ἀσεβής, γιὰ νὰ μὴ ἰδῇ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου» (Ἠσ. 26,10).  

Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν κατὰ Χριστὸν καὶ κατὰ τὸ δυνατὸ ἔφθασαν τὸ μέτρο τοῦ πληρώματος τῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι θὰ ἐπιτύχουν καὶ τὴν θεϊκὴ δόξα.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Πηγή: Παλαμικὸν Ταμεῖον, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης,  «Συνοδία ΣΠυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἅγιον Ὄρος», σελ. 132.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Πάσχα, Κυρίου Πάσχα - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς· ἀναστηθῆτε μαζί Του. Ὁ Χριστός ἐπανήλθε στήν θέσι Του, ἐπανέλθετε καί σεῖς. Ὁ Χριστός ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά τοῦ τάφου, ἐλευθερωθῆτε καί σεῖς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. 

Οἱ πύλες τοῦ Ἅδου ἀνοίγονται, ὁ θάνατος καταργεῖται, ὁ παλαιός Ἀδάμ ἀπομακρύνεται καί ὁ νέος συμπληρώνεται.  Ἄν ὑπάρχη κάποια νέα δημιουργία στόν Χριστό, ἀνανεωθῆτε... 

Πάσχα, Κυρίου Πάσχα... Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν, ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων πού ξεπερνᾶ τόσο πολύ ὅλες τίς ἄλλες... ὅσο ὁ ἥλιος τά ἀστέρια... Σήμερα ἑορτάζουμε τήν ἴδια τήν Ἀνάστασι, πού δέν εἶναι τώρα ἀντικείμενο ἐλπίδος, ἀλλά ἔγινε πλέον πραγματικότητα καί ἔχει συμπληρώσει γύρω της ὅλο τόν κόσμο. 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 
 Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, Ἅγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης,  σελ. 638.

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα - Ἅγιος Ἀμφιλόγχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου


«Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει»

Ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης σήμερα, ἀγαπητοί. Ἡμέρα ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας, ἡμέρα φωτισμοῦ καὶ ἁγιασμοῦ, ἡμέρα εἰρήνης καὶ καταλλαγῆς· ἡμέρα ἀναπλάσεως καὶ ἀνακαινισμοῦ τῶν ψυχῶν μας, ἡμέρα πραγματικὰ μεγάλη καὶ θαυμαστή, ἡμέρα ἐπιφανής. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα μᾶς συνανέστησε ὁ Χριστός μας, ἐμᾶς ποὺ εἴχαμε πέσει στὴν ἁμαρτία. 

Αὐτὴ τὴν ἡμέρα μᾶς συνεζωοποίησε ὁ Χριστός, ἐμᾶς ποὺ εἴχαμε νεκρωθεῖ ἀπὸ τὰ παραπτώματά μας. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα μᾶς ἄνοιξε τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸ ξύλο τῆς Ζωῆς. Δηλαδή, τὸ Τίμιο καὶ ζωοποιὸ σῶμα του καὶ αἷμα του, διὰ τοῦ ὁποίου ἐξαγνιζόμεθα καὶ ἁγιαζόμεθα καὶ φωτιζόμεθα καὶ ἀνακαινιζόμεθα…

Διότι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸν ἑαυτὸ του λύτρο γιὰ ὅλους μας καὶ μᾶς ὁδήγησε ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἔχθρα στὴ γνήσια φιλία. Μᾶς ἐξαγόρασε ὁ Χριστός μας ἀπὸ τὴν κατάρα καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ μᾶς κατάρα, κι ἔτσι μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν υἱοθεσία, γιὰ νὰ μὴν εἴμεθα πλέον δοῦλοι, ἀλλὰ ἐλεύθεροι, νὰ μὴν εἴμεθα ἐμπαθεῖς, ἀλλὰ ἀπαθεῖς, νὰ μὴν εἴμεθα φιλοκόσμοι, ἀλλὰ φιλόθεοι. Νὰ μὴν πορευόμεθα σαρκικὰ ἀλλὰ πνευματικά.

Ὁ Χριστός μας, ἀγαπητοί, μᾶς ἐδόξασε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἐμεῖς τί θὰ ἀνταποδώσουμε στὸν Κύριό μας γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα μᾶς χάρισε; Τί θὰ τοῦ προσφέρουμε ἴσο πρὸς τὴν ὑπερβάλλουσα δωρεά του καὶ τὴ χάρη του;…

Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε, ἀγαπητοί, καὶ ἂς προσπέσουμε στὸν Κύριό μας. Ἂς τὸν προσκυνήσουμε καὶ ἂς τοῦ προσφέρουμε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια τὰ μύρα (τῆς ἀγάπης μας) καὶ τοὺς ὕμνους μας ὡς δῶρα. Διότι εἶναι φιλάνθρωπος καὶ φιλάγαθος ὁ Δεσπότης μας καὶ δέχεται τὰ πάντα, ἔστω κι ἂν εἶναι μικρὰ καὶ εὐτελῆ, αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρουμε.

Ἂς ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγάπησε κατὰ χάρη, …ἂς πορευθοῦμε συμφώνως μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές του.

Ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ μολυσμό. Ἂς προσφέρουμε στὸ Θεὸ πράξεις ἀγαθές, ὅπως τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπομονή. Ἂς τοῦ προσφέρουμε τὸ συντριμμὸ τῆς καρδίας μας, τὴ δωρεὰ τῆς κατανύξεως, τὴν καθαρότητα τῆς συνειδήσεως, τὴν νέκρωση τῶν παθῶν, τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς κακῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς πλεονεξίας.

Ἂς δουλεύσουμε στὸν Κύριο μὲ σύνεση καὶ εὐστάθεια, μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἂς ἐνστερνιστοῦμε τὸ φίλτρο τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀναστάντος Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας. Ἂς ψάλλουμε στὸ Θεὸ μᾶς ἄσμα καινό.

Ἂς κροτήσουμε δυνατὰ τὰ χέρια μας κι ἂς φωνάξουμε στὸ Θεὸ μὲ φωνὴ ἀγαλλιάσεως. Διότι ὁ Κύριός μας εἶναι μέγας καὶ τῆς μεγαλοσύνης του δὲν ὑπάρχει τέλος. Μέγας εἶναι ὁ Κύριος καὶ μεγάλη ἡ δύναμή του. Κατάργησε καὶ καταπάτησε τὸν ἀλαζόνα καὶ ὑπερήφανο ἐχθρό μας, τὸν διάβολο, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του πάτησε τὸ θάνατο καὶ μᾶς ἀνέστησε ὅλους καὶ μᾶς δώρισε τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀπολαύσουμε ὅλοι, ἀγαπητοί, τῶν ἀγαθῶν χαρισμάτων αὐτῆς τῆς καλῆς πανηγύρεως. Ἂς εἰσέλθουμε χαίροντες στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας…

Ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, πρεσβύτεροι καὶ νεώτεροι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, δοξάσατε καὶ μεγαλύνατε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας σήμερα, κατὰ τὴν λαμπρὴ αὐτὴ ἡμέρα καὶ ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεώς του…

Διότι, ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἀπὸ τὴ φθορὰ λυτρωθήκαμε.
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἀπὸ τὴν κατάρα σωθήκαμε.
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἐμεῖς συναναστηθήκαμε.
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἐμεῖς ζωοποιηθήκαμε.
Ἀνέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν καὶ ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.

Σ’ Αὐτὸν τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, καὶ ἡ προσκύνηση καὶ ἡ μεγαλοσύνη τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Ἀμφιλόγχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου

Πηγή: imaik.gr 

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Μέγα Σάββατο - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


Ὁ ΝΙΚΗΤΗΣ τοῦ θανάτου 
Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριός μας περιοδεύει στὸν Ἅδη. Σήμερα συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ τοὺς σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε τὴν ἀκριβολογία. Δὲν εἶπε, ἄνοιξε τὶς πύλες, ἀλλὰ «συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες», γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὸ δεσμωτήριο. Δὲν ἀφαίρεσε τοὺς μοχλούς, ἀλλὰ τοὺς συνέτριψε, γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὴ φυλακή. Ὅπου βέβαια δὲν ὑπάρχει οὔτε μοχλὸς οὔτε θύρα, καὶ ἂν κάποιος εἰσέλθει, δὲν ἐμποδίζεται νὰ ἐξέλθει. Ὅταν λοιπὸν συντρίψει ὁ Χριστός, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διορθώσει; Οἱ βασιλεῖς ὅταν πρόκειται νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερους τούς φυλακισμένους, δὲν κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, ἀλλὰ δίνουν διαταγὲς καὶ ἀφήνουν στὴ θέση τους καὶ τὶς πόρτες καὶ τοὺς φύλακες, δείχνοντας μ’ αὐτὸ πῶς θὰ χρειαστεῖ νὰ μποῦν πάλι ἐκεῖ μέσα ἢ ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφυλακίστηκαν ἢ κάποιοι ἄλλοι στὴ θέση τους.

Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἐνεργεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Θέλοντας νὰ δείξει ὅτι καταργήθηκε ὁ θάνατος, συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες του. Καὶ τὶς ὀνόμασε χάλκινες ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἀπὸ χαλκό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλώσει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ θανάτου. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὁ χαλκὸς καὶ ὁ σίδηρος ἐκφράζουν τὴν ἀκαμψία καὶ τὴ σκληρότητα, ἄκουσε τί λέει σὲ κάποιον ἀδιάντροπο: «Τὰ νεῦρα σου εἶναι ἀπὸ σίδηρο καὶ ὁ τράχηλος καὶ τὸ μέτωπό σου ἀπὸ χαλκό». Καὶ ἐκφράστηκε ἔτσι ὄχι διότι εἶχε σιδερένια νεῦρα ἢ χάλκινο μέτωπο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔδειχνε πὼς εἶναι αὐστηρός, ἀδιάντροπος καὶ σκληρός.

Θέλεις νὰ μάθεις πόσο αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος καὶ ἀσυγκίνητος εἶναι ὁ θάνατος; Κανένας δὲν τὸν κατάφερε ποτὲ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο κάποιον ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους του, ἕως ὅτου ἦρθε καὶ τὸν ἀνάγκασε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων. Πρῶτα λοιπὸν συνέλαβε καὶ φυλάκισε ἐκεῖνον (τὸ θάνατο) καὶ ὕστερα τοῦ πῆρε ὅ,τι τοῦ ἀνῆκε. Γι’ αὐτὸ προσθέτει: «Θησαυροὶ ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι καὶ εἶναι κρυμμένοι καὶ δὲν φαίνονται». Ἂν καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕνα πράγμα, ἡ σημασία του εἶναι διπλή. Ὑπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ φωτιστοῦν, ἂν τοποθετήσουμε μέσα τοὺς λυχνία καὶ φῶς. Οἱ χῶροι ὅμως τοῦ Ἅδη ἦταν πολὺ σκοτεινοὶ καὶ θλιβεροὶ καὶ ποτὲ δὲν μπῆκαν μέσα τοῦ ἀκτίνες φωτός, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς χαρακτήρισε σκοτεινοὺς καὶ ἀόρατους. Ἐπειδὴ ἦταν στὴν πραγματικότητα σκοτεινοὶ μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτοὺς ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς κατελάμπρυνε μὲ τὸ φῶς του καὶ ἔκανε τὸν Ἅδη οὐρανό. Γιατί ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός, ὁ τόπος μεταβάλλεται σὲ οὐρανό.

Εὔλογα ὀνομάζει τὸν Ἅδη σκοτεινὸ θησαυροφυλάκιο, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχε σωρευμένος πολὺς πλοῦτος. Πραγματικά, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ ἀποτελοῦσε πλοῦτο τοῦ Θεοῦ ληστεύτηκε ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ ἐξαπάτησε τὸν πρωτόπλαστο καὶ τὸν ὑποδούλωσε στὸ θάνατο. Τὸ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀποτελοῦσε πλοῦτο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀποδεικνύει καὶ ὁ Παῦλος μὲ ὅσα λέει: «Ὁ Κύριος εἶναι πλούσιος σὲ ὅλους καὶ ἰδιαίτερα σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐπικαλεῖται». Ὅπως, λοιπόν, ἕνας βασιλιάς, ὅταν συλλάβει κάποιον ληστή, ποὺ λήστευε τὶς πόλεις, ποὺ ἅρπαζε ἀπὸ παντοῦ, ποὺ κρυβόταν μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ ἀποθήκευε ἐκεῖ τὰ κλεμμένα πλούτη, ἀφοῦ φυλακίσει τὸν ληστή, ἐκεῖνον μὲν τὸν παραδίνει σὲ τιμωρία, τοὺς δὲ θησαυροὺς του μεταφέρει στὰ βασιλικὰ ταμεῖα, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός, μὲ τὸ θάνατό Του φυλάκισε τὸν ληστὴ καὶ τὸν δεσμοφύλακα, δηλαδὴ τὸν διάβολο καὶ τὸ θάνατο, καὶ μετέφερε ὅλα τὰ πλούτη, ἐννοῶ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στὰ βασιλικὰ ταμεῖα.
Αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὁ Κύριος μᾶς λύτρωσε ἀπ’ τὴν ὑποδούλωσή μας στὸ σκοτάδι καὶ μᾶς μετέφερε στὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης του». Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιάς, τὴ στιγμὴ ποὺ κανένας ἄλλος βασιλιὰς δὲν καταδέχτηκε νὰ κάνει κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ δίνει ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες του νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς φυλακισμένους. Ἐδῶ ὅμως δὲν συνέβη ἔτσι, ἀλλὰ ἦρθε ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιὰς στοὺς φυλακισμένους καὶ δὲν ντράπηκε οὔτε τὴ φυλακὴ οὔτε τοὺς φυλακισμένους. Γιατί ἦταν ἀδύνατο νὰ ντραπεῖ τὸ πλάσμα Του.

Καὶ συνέτριψε τὶς πύλες καὶ διέλυσε τοὺς μοχλοὺς καὶ κυριάρχησε στὸν Ἅδη καὶ ἐξαφάνισε ὅλη τὴ φρουρὰ καί, ἀφοῦ συνέλαβε δέσμιο τὸν δεσμοφύλακα (τὸν θάνατο), ἐπανῆλθε σ’ ἐμᾶς. Ὁ τύραννος μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος, ὁ ἰσχυρὸς δεμένος. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πέταξε τὰ ὅπλα του καὶ ἔτρεξε ἄοπλος καὶ δήλωσε ὑποταγὴ στὸ βασιλιά.

Εἶδες τί ἀξιοθαύμαστη νίκη; Εἶδες τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ; Νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο πιὸ ἀξιοθαύμαστο; Ἂν μάθεις μὲ ποιὸν τρόπο νίκησε ὁ Χριστός, ὁ θαυμασμός σου θὰ γίνει μεγαλύτερος. Μὲ τὰ ὅπλα δηλαδὴ ποὺ νίκησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν ὑπέταξε ὁ Χριστός. Ἀφοῦ τοῦ ἅρπαξε (ὁ Χριστὸς) τὰ ὅπλα του, μὲ ἐκεῖνα τὸν κατετρόπωσε. Καὶ ἄκουσε πῶς; Παρθένος, ξύλο καὶ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Παρθένος ἦταν ἡ Εὔα, γιατί δὲν εἶχε γνωρίσει ἀκόμα τὸν ἄνδρα της. ξύλο ἦταν τὸ δέντρο καὶ θάνατος ἡ τιμωρία τοῦ Ἀδάμ. Ἀλλὰ νά, καὶ πάλι Παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος, αὐτὰ τὰ σύμβολα τῆς ἥττας ἔγιναν σύμβολα τῆς νίκης. Γιατί ἀντὶ τῆς Εὔας ἔχουμε τὴ Μαρία, ἀντὶ τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, καὶ ἀντὶ τοῦ θανάτου ὡς τιμωρία τοῦ Ἀδάμ, τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Βλέπεις ὅτι ὁ διάβολος νικήθηκε μὲ τὰ ὅπλα πού νίκησε ἄλλοτε; Τὸν Ἀδὰμ πολέμησε ὁ διάβολος καὶ τὸν νίκησε κοντὰ στὸ δέντρο, τὸν διάβολο νίκησε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρό.

Τὸ ξύλο τὴν πρώτη φορὰ ἔστελνε ἀπ’ τὸν Ἅδη στὴ ζωὴ ἀκόμη κι ὅσους εἶχαν πάει ἐκεῖ. Τὸ ξύλο ἐπίσης τὴν πρώτη φορὰ ἔκρυψε τὸν αἰχμάλωτο ποὺ ἦταν γυμνός, τὴ δεύτερη ἔδειχνε σ’ ὅλους γυμνὸ τὸ νικητὴ (τὸ Χριστὸ) ποὺ ἦταν κρεμασμένος ψηλά. Καὶ ἀκόμη, ὁ πρῶτος θάνατος (τοῦ Ἀδὰμ) καταδίκασε κι ὅλους ἐκείνους ποὺ γεννήθηκαν μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἐνῶ ὁ δεύτερος (τοῦ Χριστοῦ) ἀνάστησε κι ἐκείνους ἀκόμη ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ Ἐκεῖνον. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψει μὲ λόγια τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου; Ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμασταν, γίναμε ἀθάνατοι. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ.

Ἔμαθες γιὰ τὴ νίκη; Ἔμαθες μὲ ποιὸν τρόπο ἐπιτεύχθηκε; Δὲς τώρα πῶς ἐπιτεύχθηκε χωρὶς κόπο. Δὲν βάψαμε τὰ ὅπλα μας στὸ αἷμα, δὲν παραταχθήκαμε σὲ θέση μάχης, δὲν τραυματιστήκαμε, οὔτε εἴδαμε κανέναν πόλεμο, κι ὅμως νικήσαμε. Ἀγωνίστηκε ὁ Κύριος καὶ μεῖς στεφανωθήκαμε. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι καὶ δική μας ἡ νίκη, ἂς ψάλλουμε ὅλοι σήμερα σὰν στρατιῶτες ὕμνο ἐπινίκιο: «Κατανικήθηκε ὁ θάνατος καὶ κατατροπώθηκε. Ποῦ εἶναι θάνατε ἡ νίκη σου; Ποῦ εἶναι Ἅδη τὸ κεντρί σου;».

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος 

Πηγή: imaik.gr

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μεγάλη Παρασκευή - Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο. Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ. Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; 

Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλι τους…

Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;

Ἐσύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;

Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;

Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;

Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ.  Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.

Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;

Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;
«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»

Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;

Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. 

Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.

Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…

Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.

Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…

Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.

Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.

Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;

Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).

Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).
Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Πηγή: imaik.gr

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Μεγάλη Πέμπτη - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς



«Στόν Τίμιο καί Ζωοποιό σταυρό»
 
Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος· «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1).
 
Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).

Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι.

Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. 

Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).

Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. 

Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα. Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα.

Ἀλλά λένε, ὅτι σ᾽ αὐτό πέθανε σταυρωμένος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό δέν ἀνεχόμαστε νά βλέπωμε τό σχῆμα καί τό ξύλο στό ὁποῖο ἔχει θανατωθῆ. Πῶς διαγράφηκε καί πῶς ἀφανίστηκε τό χρεώγραφο πού μᾶς βάραινε μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος στό ἀπαγορευμένο ξύλο τοῦ Παραδείσου; Πῶς δεχτήκαμε καί πάλι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Μέ τί δέ ὁ Χριστός ἀπέβαλε καί ἀπεμάκρυνε τελείως τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθηκαν στήν φύσι μας ἀπό τό ξύλο τῆς παρακοῆς. Μέ τί τίς κατήσχυνε θριαμβευτικῶς καί ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τήν ἐλευθερία; Μέ τί ἐλύθηκε τό μεσότοιχο καί καταργήθηκε καί θανατώθηκε ἡ πρός τόν Θεό ἔχθρα μας καί διά μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μέ τόν Θεό καί διδαχθήκαμε τήν πρός Αὐτόν εἰρήνη; Ὄχι στόν Σταυρό καί διά τοῦ Σταυροῦ; 

Ἄς ἀκούσουν τόν ἀπόστολο, πού στούς μέν Ἐφεσίους γράφει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἠ εἰρήνη σας, αὐτός πού ἔλυσε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, γιά νά οἰκοδομήσει μέσα του τούς δύο σ᾽ ἕνα νέον ἄνθρωπο, ἐπιβάλλοντας εἰρήνη, καί γιά νά συνδιαλλάξη καί τούς δύο σ᾽ ἕνα σῶμα μέ τόν Θεό διά τοῦ Σταυροῦ, φονεύοντας τήν ἔχθρα πού εἶναι σ᾽ αὐτόν» (Ἐφ. 2, 14-16). Πρός τούς Κολοσσαεῖς δέ γράφει, «ἐνῶ ἤσαστε νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τήν ἀκροβυστία τῆς σάρκας σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τά παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τό χειρόγραφο πού περιεῖχε τίς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπό τή μέση καί καρφώνοντάς το στόν Σταυρό· ξεγυμνώνοντας δέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, τίς διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες ἐπάνω στό Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δέν θά τιμήσωμε λοιπόν ἐμεῖς καί δέν θά χρησιμοποιήσωμε τό θεῖο τοῦτο τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τό ὁποῖο καί μόνο μέ τή θέα του, τόν μέν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καί διαπομπεύει καί καταισχύνει, διακηρύσσοντας τήν ἧττα καί τήν συντριβή του, δοξάζει δέ καί μεγαλύνει τόν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στόν κόσμο τή νίκη του; Καί ὅμως, ἄν ὁ Σταυρός εἶναι παραβλεπτέος, διότι σ᾽ αὐτόν ὑπέμεινε τόν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δέν πρέπει νά εἶναι σεβαστός καί σωτήριος. Πῶς λοιπόν κατά τόν Ἀπόστολο βαπτισθήκαμε στόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 3); Πῶς δέ θά συμμετάσχωμε καί στήν Ἀνάστασή Του, ἄν βέβαια ἔχουμε γίνει σύμφυτοι μέ τόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, ἄν κανείς προσκυνοῦσε σχῆμα Σταυροῦ πού δέν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τό δεσποτικό ὄνομα, δικαίως θά κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδή δέ «στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά καμφθοῦν ὅλα τά γόνατα, τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τοῦτο δέ τό προσκυνητό Ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο ἀνόητο θά ἦταν νά μή γονατίζωμε στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλ᾽ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζί μέ τά γόνατα καί τίς καρδιές, ἐμπρός, ἄς προσκυνήσωμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στόν τόπο ὅπου στάθηκαν τά πόδια Του καί ὅπου ἐξαπλώθηκαν τά χέρια πού συνέχουν τό σύμπαν. Ἐκεῖ ὅπου τεντώθηκε γιά μᾶς τό ζωαρχικό σῶμα. Καί, προσκυνώντας καί ἀσπαζόμενοι αὐτόν μέ πίστι, ἄς παίρνωμε πλούσιον τόν ἀπό ἐκεῖ ἁγιασμό καί ἄς τόν φυλάττωμε. Ἔτσι καί κατά τήν ὑπερένδοξη Μέλλουσα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς Τον νά προηγεῖται λαμπρῶς, θά ἀγαλλιάζωμε καί θά χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι ἐπετύχαμε τήν ἀπό τά δεξιά θέσι καί τήν ὑπεσχημένη μακαρία φωνή καί εὐλογία, σέ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιά μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διότι σ᾽ Αὐτόν πρέπει δοξολογία μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Πηγή: imaik.gr

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τετάρτη - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ὰγιορείτης


«Ὢ παγκάκιστη ἀμέλεια!»
 
Σκέψου, ἀγαπητέ, τὴν αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ εἶναι ἡ ἀμέλεια, ἡ ὁποία φαίνεται φανερὴ σ’ αὐτὰ τὰ τρία· στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον ἀκολουθοῦσε τὸν διδάσκαλό του· στὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖον τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ στὰ ἀποτελέσματα ποὺ τοῦ προξένησε ἡ ἀμέλεια. Ὁ τρόπος ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε ἦταν ἀπὸ μακριά· «Ὁ Πέτρος τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ» (Ματθ. 26, 58} ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Πέτρος κυριευόταν ἀπὸ μία χλιαρότητα καὶ ἀμέλεια καὶ οὔτε ἐντελῶς ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν διδάσκαλό του, οὔτε τελείως νὰ τὸν ἀκολουθεῖ, ἀλλὰ ἤθελε στὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι μαθητής του καὶ νὰ μὴ κινδυνεύσει γιὰ τὸν διδάσκαλό του.

Πάλι, τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Πέτρου, γιὰ τὸν ὁποῖον ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ, δὲν ἦταν νὰ πάει νὰ πεθάνει μαζί του, ἀλλὰ κάποια περιέργεια, γιὰ νὰ κάνει μία θεωρία, ὄχι σὰν δικός του μαθητής, ἀλλὰ σὰν ἕνας ξένος περιηγητὴς καὶ νὰ δεῖ τὸ τέλος τοῦ τόσο μεγάλου ἔργου. «Καὶ ὅταν μπῆκε μέσα κάθισε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, γιὰ νὰ δεῖ τὸ τέλος» (Ματθ. 26,58).
Ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ μπῆκε στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως ὄχι γιὰ νὰ δεῖ τὸ τέλος καὶ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλά, ἂν τύχαινε, νὰ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό του· καὶ αὐτὸ συνέβαινε, ἐπειδὴ δὲν ἦταν χλιαρὴ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, ποὺ οὔτε γιὰ ὥρα δὲν δεχόταν νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πῆγε μόνος του νὰ βάλει μέσα τὸν Πέτρο, ἀλλὰ εἶπε στὴ θυρωρὸ καὶ ἐκείνη τὸν ἔβαλε μέσα, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος: «Βγῆκε τότε ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς στὸν ἀρχιερέα, καὶ εἶπε στὴ θυρωρὸ καὶ ἔβαλε τὸν Πέτρο μέσα» (Ἰω. 18, 16).

Ποιὰ ἦταν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀμέλειας τοῦ Πέτρου; ἡ τέλεια λησμοσύνη καὶ ὁ λήθαργος, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ποὺ τὸν ἔπιασε στὰ λόγια τοῦ διδασκάλου του, ἀκόμη καὶ τότε ποὺ τὸν ἀρνήθηκε, σὲ σημεῖο ποὺ ἂν ὁ Κύριος δὲν γύριζε νὰ τὸν δεῖ, σίγουρα ὁ Πέτρος δὲν θὰ αἰσθανόταν καθόλου ὅτι τὸν ἀρνήθηκε· «Ὁ Κύριος γύρισε καὶ κοίταξε στὸ πρόσωπο τὸν Πέτρο καὶ θυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγο τοῦ Κυρίου» (Λουκ. 22 ,61) καὶ ἡ τέλεια ἄγνοια καὶ ἡ ἀθέτηση τῶν παραγγελιῶν, ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸ ὑπερῶο καὶ στὸν κῆπο, γιὰ νὰ παραμένει ὁ ἴδιος ἄγρυπνος: «Σίμων, Σίμων ὁ σατανᾶς σᾶς ζήτησε, γιὰ νὰ σᾶς κοσκινίσει, ὅπως τὸ σιτάρι» (Λουκ. 22, 31): καὶ πάλι· «Σίμων, κοιμᾶσαι; Δὲν μπόρεσες μία ὥρα νὰ ἀγρυπνήσεις» (Μάρκ. 14, 37). Καὶ ἐπὶ πλέον ἡ μεγάλη λύπη ποὺ τὸν κατέβαλε ὁλοκληρωτικὰ ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καὶ κοιμόταν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια του, ὅπως λέει ὁ Λουκᾶς: «Ἦλθε στοὺς μαθητές του καὶ τοὺς βρῆκε νὰ κοιμοῦνται ἀπὸ τὴ λύπη» (Λουκ. 22, 45).

Τώρα αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀμέλεια τοῦ Πέτρου πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ καταλήξει σὲ κάτι ἄλλο, παρὰ σὲ μία φανερὴ πτώση; «Ἀπὸ τεμπελιὲς πέφτει τὸ δοκάρι τῆς στέγης» (Ἐκκλ 10, 18). Γι’ αὐτὸ ἡ ἀμέλεια αὐτὴ τοῦ Πέτρου παρομοιάζεται μὲ τὴν ψυχρότητα τοῦ τότε καιροῦ· γιατί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Στέκονταν ἐκεῖ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀνάψει κάρβουνα γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, διότι ἔκανε κρύο· στεκόταν δὲ μαζί τους καὶ ὁ Πέτρος καὶ ζεσταινόταν» (Ἰω. 18, 18). Καὶ πραγματικὰ ὁ Πέτρος ἦταν ψυχρὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ διδασκάλου του, ὅπως λέει ὁ σοφὸς Θεοφάνης ὁ Κεραμέας καὶ γι’ αὐτὸ θερμαινόταν ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ ἀπὸ τὴ ζέστη τοῦ κόσμου καὶ τῆς σάρκας τὴν ὁποία ἀνάβουν οἱ ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία κατόπιν συνέχεια ἐξευτελίζει καὶ διαπομπεύει τὸν ταλαίπωρο ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν κάνει ἀρνητὴ τοῦ Θεοῦ· ὁ Ἰωάννης ὅμως ὄντας θερμὸς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν χρειάσθηκε νὰ ζεσταθεῖ ἀπὸ τέτοια καταραμένη φωτιά.

Ὢ παγκάκιστη ἀμέλεια! Καλὰ σὲ ὀνόμασε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητὴς ἄθεη στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Νικόλαο, διότι σὲ ὅλο τὸ μέλλον κάνεις τοὺς ἀνθρώπους ἄθεους καὶ ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ· καλὰ εἶπε ὁ ἴδιος Μάρκος ὅτι οἱ τρεῖς μεγάλοι γίγαντες τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν εἶσαι ἐσὺ καὶ ἡ λησμοσύνη καὶ ἡ ἄγνοια· καλὰ σὲ τοποθέτησαν οἱ θεολόγοι στὴν πρώτη θέση ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή, ἡ ὁποία παρασύρεις μαζί σου καὶ τοὺς ἄλλους τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἀπώλειας τὴν τύφλωση τοῦ νοῦ, τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸν ἀδόκιμο νοῦ.

Τώρα ἐσύ, ἀγαπητέ, ποὺ διαβάζεις αὐτά, μπὲς μέσα στὸν ἑαυτό σου καὶ ἐξέτασε καλὰ τὴν καρδιά σου, ἡ ὁποία μερικὲς φορὲς εἶναι τόσο μυστική, ὥστε ὄχι μόνο στοὺς ἄλλους εἶναι ἀγνώριστη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, ὅπως ἀναφέρεται: «Ἀνεξερεύνητα εἶναι τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν γνωρίσει;» (Ἱερεμ, 17, 9). Μπὲς μέσα στὴν καρδιά σου καὶ ἴσως βρεῖς ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα, διότι καὶ σύ, ὅταν σοῦ συμβεῖ κάποια περίπτωση καὶ κάποιος πειρασμός, ἀμέσως ὅπως ὁ Πέτρος λησμονεῖς ὅλους τούς φωτισμοὺς καὶ τὶς ὑποσχέσεις πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές του, γιὰ νὰ γνωρίσεις τὴν μηδαμινότητα ποὺ ἔχουν οἱ ἡδονὲς καὶ τὰ καλά τοῦ κόσμου· καὶ τὸ παράξενο εἶναι ὅτι ξεχνᾶς καὶ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν δοκιμή, ποὺ ἔκανες τόσες καὶ τόσες φορὲς στὰ καλά τοῦ κόσμου, δοκιμάζοντάς τα πάντοτε καὶ βρίσκοντάς τα ψεύτικα ὅλα, πράγμα τὸ ὁποῖο ὁ Πέτρος δὲν τὸ ἔπαθε, γιατί αὐτὸς δὲν δοκίμασε ἄλλη φορά τί εἶναι ἡ ἄρνηση. Κάνεις μερικὲς φορὲς κάποιο καλὸ ἔργο, ἀλλὰ ποιὸς ξέρει μήπως τὸ καλὸ αὐτὸ τὸ ἔχεις ἀνακατεμένο μαζὶ μὲ κάποιο κοσμικὸ σκοπό; δηλαδὴ ἢ γιὰ νὰ σὲ δοξάσει ὁ κόσμος ἢ γιὰ νὰ κερδίσεις κάτι ἢ γιὰ νὰ φαίνεσαι καλλίτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Θέλεις νὰ ἀκολουθεῖς τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ μὲ μία ἐνδιάμεση κατάσταση δηλαδὴ οὔτε ὅλος νὰ δοθεῖς στὸν Θεό, οὔτε ὅλος στὸν κόσμο· δηλαδὴ ζητᾶς ἕναν δρόμο ποὺ νὰ μὴ εἶναι οὔτε ὁ πλατὺς δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια οὔτε ὁ στενὸς καὶ γεμάτος θλίψεις ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία· ἀλλὰ ζητᾶς ἕναν δρόμο, ποὺ νὰ μπορεῖς καὶ σὺ νὰ ἀκολουθήσεις τὸν Χριστό, ὅπως ὁ Πέτρος ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ χωρὶς νὰ παραιτεῖσαι καθόλου ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τῶν παθῶν σου.

Ὢ παγκάκιστη ἀμέλεια, ποὺ κυριεύει ἀκόμη κι ἐσένα ἀδελφέ! Μὴ κατηγορεῖς, λοιπόν, στὸ ἑξῆς τὸν μακάριο Πέτρο, ποὺ νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἀμέλεια, ἀλλὰ νὰ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου, διότι νικιέσαι ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ἐκεῖνος βέβαια, νικήθηκε μία φορά, ἐνῶ ἐσὺ νικιέσαι καθημερινά. Μὴ κατακρίνεις τὸν Πέτρο, γιατί ἀρνήθηκε τὸν Κύριο, ἀλλὰ νὰ κατακρίνεις τὸν ἑαυτό σου· διότι μολονότι ὁμολογεῖς τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια, τὸν ἀρνεῖσαι ὅμως μὲ τὰ ἔργα, κάνοντας ἀντίθετα σ’ ἐκεῖνα ποὺ διατάζει, ὅπως λέει ὁ Παῦλος: «Ὁμολογοῦν ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεό, τὸν ἀρνοῦνται ὅμως μὲ τὰ ἔργα». 

Νὰ κατακρίνεις τὸν ἑαυτό σου, γιατί ὅσες φορὲς ὁρκίζεσαι ψεύτικα, ἢ ὅσες φορὲς ἀρνεῖσαι τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν θέλεις νὰ τὴν ὁμολογήσεις ἢ ἀπὸ πεῖσμα ἢ ἀπὸ ὑπερηφάνεια ἢ αὐταρέσκεια, τόσες φορὲς ἀρνεῖσαι τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14 ,6) ὅσες φορὲς βασίζεσαι στὴν δύναμή σου καὶ προσκυνεῖς σὰν εἴδωλο τὴν περιουσία σου, ἀρνεῖσαι τὸν Χριστό· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Παῦλος ὀνόμασε τὴν πλεονεξία εἰδωλολατρεία (Κολοσ. 3, 5). Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω γενικά· ὁτιδήποτε προτιμᾶς περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμη ἐκεῖνο εἶναι μία βελόνα, λέγεται ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ· γι’ αὐτὸ εἶπε καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅτι μὲ πολλοὺς τρόπους μπορεῖ κάνεις νὰ ἀρνεῖται τὸν Χριστό.

Γι’ αὐτό, καὶ σὺ ἀδελφέ, μιμήθηκες τὸν Πέτρο στὴν ἁμαρτία, ἂς μιμηθεῖς καὶ τὴν μετάνοιά του· ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν σοφὸ Νικήτα, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο γράφτηκαν τὰ σφάλματα τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ μιμηθοῦμε ἐμεῖς τὴν μετάνοιά τους: «Μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς τὶς πτώσεις τῶν ἅγιων, γιὰ νὰ γίνουμε μιμητὲς καὶ τῆς μετάνοιάς τους». Ἐκεῖνος μία φορὰ ἀρνήθηκε τὸν Κύριο, ἀλλὰ μετανοοῦσε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ· διότι, λέει ὁ ἅγιος Κλήμης, ὁ μαθητής του, ὅτι ὅσες φορὲς ὁ Πέτρος ἄκουγε τὸν πετεινὸ ποὺ φώναζε, θυμόταν τὴν ἄρνηση ποὺ ἔκανε καὶ ἔκλαιγε· λέει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος γιὰ τὸν Πέτρο ὅτι «Ἄρχισε νὰ κλαίει» (Μαρκ. 14, 72), πράγμα, ποὺ ἑρμηνεύοντας ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος τὸ λέει ἀντὶ τὸ ‘ἀρξάμενος’. Διότι ἀφοῦ ἄρχισε μία φορὰ νὰ κλαίει, δὲν σταμάτησε νὰ κλαίει σὲ ὅλη του τὴν ζωή.

Καὶ σὺ νὰ μετανοήσεις ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου πρὸς τὸν Θεὸ σὲ ὅλη σου τὴν ζωή· καί, ὅσες φορὲς θυμᾶσαι τὶς ἁμαρτίες σου, νὰ κλαῖς καὶ νὰ χύνεις γι’ αὐτὲς δάκρυα πολὺ πικρά· γιατί λέει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ὅτι «Ἡ μὲν προσευχὴ καταπραΰνει τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὀργισμένος, ἐνῶ τὰ δάκρυα τὸν ἀναγκάζουν νὰ ἐλεήσει». Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι μετὰ τὴν βροχὴ ὁ ἀέρας γίνεται καθαρὸς καὶ ξάστερος, καὶ μετὰ τὰ δάκρυα ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς γίνονται καθαρὰ καὶ ξάστερα. Ὁ Πέτρος ἀκούγοντας ἐκεῖνον τὸν πετεινό, πού φώναξε, ξύπνησε καὶ συναισθάνθηκε τὴν ἁμαρτία του καὶ ἐσὺ ἀκούγοντας τὸν Κύριο, πού σοῦ φωνάζει «Γρηγορεῖτε» (Μάρκ. 13, 37), ξύπνα ἀπὸ τὴν ἀμέλεια, ἔλα σὲ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ στάσου ἄγρυπνος.

Ἐκεῖνος ὅσο ἦταν στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες δὲν μποροῦσε νὰ κλάψει καὶ νὰ μετανοήσει, ἀλλὰ ἔκλαψε μόλις βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ: «Καί. μόλις βγῆκε ἔξω ἔκλαψε πικρὰ» (Ματθ. 26, 75). Καὶ ἐσύ, ἂν δὲν βγεῖς ἔξω ἀπὸ τὴν ἀναισθησία τοῦ νοῦ σου, ποὺ ἔχει πωρωθεῖ, ὅπως λέει ἀλληγορικὰ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος καὶ ἂν δὲν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἂν δὲν ἀπομακρυνθεῖς ἐντελῶς ἀπὸ τὸ κακό, δὲν μπορεῖς νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ δείξεις ἀληθινὴ μετάνοια.

Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς ἀρνήσεως ἀπέκτησε μετάνοια, ἀπέκτησε ταπείνωση, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμή του, ἀλλὰ στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ· ἀπόκτησε τὸ νὰ μὴν ἀπελπίζεται καὶ τὴ συμπόνοια στοὺς ἁμαρτωλοὺς Καὶ σὺ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες ποὺ ἔχεις κάνει, μάθε νὰ ταπεινώνεσαι· μάθε ὄχι νὰ κατηγορεῖς τοὺς ἄλλους ὅταν ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ νὰ τοὺς συμπονᾶς καὶ νὰ τοὺς διδάσκεις νὰ μὴν ἀπελπίζονται.

Ἐκεῖνος μὲ τὴ μεγάλη μετάνοια, ποὺ ἔδειξε, δέχθηκε πάλι τὴν ἀποστολικὴ ἀξία, ποὺ ἔχασε καὶ ἔγινε πάλι κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων· καὶ ἐσὺ ἐὰν μετανοεῖς μὲ τέτοια θερμότητα, μπορεῖς νὰ δεχθεῖς τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας ποὺ ἔχασες μὲ τὴν ἁμαρτία σου, καὶ νὰ γίνεις πάλι υἱὸς Θεοῦ καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας του.

Γνώρισε, λοιπόν, ὅτι αἰτία ὅλων σου τῶν πταισμάτων ἦταν ἡ ἀμέλειά σου καὶ νὰ ντραπεῖς μπροστὰ στὸν θεϊκό σου διδάσκαλο· καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἀποφάσισε νὰ ἀρχίσεις μία καινούργια ζωὴ μὲ νέα θερμότητα καὶ μὲ σκοποὺς ὅλους θεϊκοὺς δηλαδὴ γιὰ νὰ δοξάζεις τὸν Θεὸ καὶ γιὰ νὰ ἀσφαλίσεις τὴ σωτηρία σου. Καί, τέλος πάντων, ἐπειδὴ ἡ ἀμέλεια ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ μπορεῖ πάλι νὰ σὲ ρίξει στὴν πτώση τῆς ἁμαρτίας μολονότι εἶναι φοβερὴ καὶ ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου: «Αὐτοὶ ὅμως ἀμέλησαν (οἱ καλεσμένοι στοὺς γάμους) καὶ πῆγαν ὁ ἕνας στὸ χωράφι του καὶ ὁ ἄλλος στὸ ἐμπόριό του» (Ματθ. 22, 5) γι’ αὐτὸ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ σὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν μία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο νὰ σὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, γιατί σὺ ὁ ἴδιος εἶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἕνας ἐχθρὸς χειρότερος ἀπὸ κάθε διάβολο, καθὼς ἀναφέρεται: «Ἐκεῖνοι ποὺ ἁμαρτάνουν εἶναι ἐχθροί τῆς ζωῆς τους» (Τωβὶτ 12,10).

Ἀπό τό βιβλίο:«Πνευματικὰ Γυμνάσματα»,
 ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἄγ. Ὅρους.

Πηγή: imaik.gr

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τρίτη - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


«Τά τάλαντα...»

Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦ τόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε. Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πού προσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦ ἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.

Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναι ἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νά παραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;

 Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τά ἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»· τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τό δυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καί αὐτό πού ἔχει».

Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τό χάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».

Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάμνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρίαν καί ἐκεῖνος πού δέν κάμνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.
Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμεθα, δέν θά μᾶς ἐλεήσῃ κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Ἐκατηγόρησε τόν ἑαυτόν του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δέν ὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅ,τι τοῦ ἐνεπιστεύθη καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε. Παρεκάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καί προθυμία καί προστασία καί ὅλα διά τήν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιά νά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.

Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.

Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.

Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καί ἑκούσια;

Ἄς ὁμιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷ μέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).

Ἄλλοτε μέν λοιπόν ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλήν ἐπίτασιν λέγω, ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσα Ἐκεῖνος θέλει. Ποία δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καί Ἐκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τό κακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τή γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).

Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦταν ἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπό ἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογῇ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού σέ καταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάμε το στήν ἀρχή.

Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσῃς στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσῃς πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθῇ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητάς Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχῃ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχῃ γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.

Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνῃς ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θά μπορέσῃ ὁ διάβολος πλέον νά σέ ἰδῇ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισεν στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δῇς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καί σύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσῃς ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθῇς ἀκούοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνῃς ὅπως ἐκεῖνος.

Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάει ἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρος εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.

 Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέ κατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιῇ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τήν γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποία τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σαρκός τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῇ λόγια τοῦ διαβόλου;

Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμῆται τόν Δεσπότην της. Διότι ἄν τήν διδάξωμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσῃ στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζῃ νά μιλάῃ ἔτσι, οὔτε ὁ Κριτής θά τόν ἀκούσῃ. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβῇ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβῃ τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσῃ, οὔτε θά σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.

Καί ἄν βρεθῇς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσῃ τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσῃς ὅπως ὁ Χριστός. Διότι ἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρον (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα “κατ᾽ οἰκονομίαν”. Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισε ὅλα τά ὑποδείγματα, διά νά τηρῇς αὐτά “ὡς μέτρον” καί νά μή καταστρατηγῇς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθῇ.

 Ἔτσι θά μπορέσῃς νά ἔχῃς στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζῃς ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύῃς σέ μᾶς γλῶσσα ὅμοια μέ τήν γλῶσσαν Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοι ἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του;  Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.

Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάσσῃς τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχῃς τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.

Θά διατάσσῃς τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λέγῃς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσῃς τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος 

Πηγή: imaik.gr

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Μεγάλη Δευτέρα - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός



ΣΤΗΝ ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ


1.  Μέ ὠθεῖ νά μιλήσω ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί κυοφορήθηκε ἀπερίγραπτα στά σπλάχνα τῆς Παρθένου. Αὐτός πού ἔγινε γιά μένα ὅ,τι ἐγώ εἶμαι, Αὐτός πού εἶναι ἀπαθής ὡς πρός τήν θεότητά Του καί περιβλήθηκε ὡστόσο ὁμοιοπαθές μέ ἐμένα σῶμα. Αὐτός πού στόν οὐρανό ἐποχεῖται πάνω στά χερουβικά ἅρματα καί πάνω στή γῆ καβαλικεύει σέ γαϊδουράκι (πρβλ. Ματθ. 11, 7-9). Ὁ βασιλιάς τῆς δόξας, Αὐτός πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα εὐφημεῖται ἀπό τά Σεραφίμ ὡς ἅγιος καί δέχεται τά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄκακη γλώσσα τους. Αὐτός πού εἶναι Θεός καί ἔχει τή μορφή δούλου καί πού ἔλαβε τή μορφή τοῦ δούλου. Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀόρατος Θεός καί δέχτηκε νά λάβει ὁρατό καί ψηλαφητό σῶμα. Αὐτός πού βάδισε ἀκούσια στό πάθος, γιά νά μοῦ χαρίσει τήν ἀπάθεια. Αὐτός ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἄνθρωπο, πού ἔπλασε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Του καί τήν ὁμοίωσή Του, τό πλάσμα τῶν χεριῶν Του, νά ἔχει δελεαστεῖ ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ, ἐκεῖνον νά ἔχει πέσει στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς Του καί νά ἔχει γίνει ὑποχείριος τῆς φθορᾶς καί ὑπόλογος θανάτου, δέν ἄντεξε.


Ὁ γεμάτος συμπάθεια δέν μπόρεσε νά ὑπομείνει τή στέρηση ἐκείνου πού ποθοῦσε, ἀλλά τόν κάλεσε μέ πολλούς τρόπους σέ ἐπιστροφή καί μετάνοια, ἀφοῦ τόν παίδεψε σάν ἀχάριστο δοῦλο, σάν ἄμυαλο καί νήπιο γιό “πολυμερῶς καί πολυτρόπως” καί ἀφοῦ μηχανεύτηκε κάθε μέσο, γιά ν᾽ ἀποτινάξει τή δουλεία πού τόν τυραννοῦσε καί ἔτσι νά ἐπανέλθει στόν Πλάστη του. Ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του, ἀφοῦ μιά γιά πάντα εἶχε καταδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί εἶχε συζευχθεῖ θεληματικά μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γήινων. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑπεράγαθος Κύριος ἀναλαμβάνει τή φύση μας, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή εἶχε ἐξασθενήσει.


Βλέποντας δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά μή ὑπακούει στό λόγο καί τίς ἐντολές καί τά προστάγματα τῆς σωτηρίας, τί λέει; «Πρέπει νά παιδαγωγήσω μέ ἔργα αὐτόν πού ἔχει ἄγνοια. Πρέπει νά τόν κατευθύνω στίς ἀρετές, γιά νά τίς συνηθίσει καί νά τίς ἐπιτελέσει ὁ ἴδιος. Πρέπει νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι νά θεραπεύσω τόν ἄρρωστο. Πρέπει νά κάνω νά ξαναγυρίσει τό πλανημένο πρόβατο καί νά τό ὁδηγήσω στήν ἀρχική του διαμονή, στόν παράδεισο. Πῶς ὅμως θά τό ἐπιστρέψω χωρίς νά μέ βλέπει; Πῶς θά ὁδηγήσω αὐτόν πού δέν βλέπει τά ἴχνη μου;»


Γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε, μέ ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε, νά διδάξει ἔμπρακτα αὐτόν πού ἀγνοοῦσε, πῶς νά πράξει τήν ἀρετή. Ἔτσι βλέποντάς Τον νά κατεβαίνει κατ᾽ οἰκονομίαν γιά χάρη μας στή γῆ ἀπό τούς πατρικούς κόλπους, ν᾽ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή θέλησή μας πρός Αὐτόν ἀπό τή μητέρα μας γῆ. Σαρκώθηκε ἐπίσης γιά νά δείξει τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του πρός ἐμᾶς. Γιατί μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανένας, παρά μόνο ἄν θυσιάσει τήν ψυχή του γιά χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. 15, 13). Καί πῶς ὅποιος δέν ἔχει ἔνσαρκη ζωή θά δείξει τήν ἀγάπη του;


2. – Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τή σάρκα, γιά νά Τόν δοῦμε στή γῆ καί νά ζήσει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (Βαρούχ 3, 38). Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει ψυχή, γιά νά θυσιάσει τήν ψυχή Του γιά χάρη τῶν φίλων Του. Καί φίλους δέν ἐννοῶ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἀλλά αὐτούς πού ποθεῖ Ἐκεῖνος. Γιατί ἐμεῖς Τόν μισήσαμε καί Τοῦ στρέψαμε τήν πλάτη καί γίναμε δοῦλοι σέ ἄλλον, ἐνῶ Αὐτός δέν μετέβαλε τήν ἀγάπη Του σ᾽ ἐμᾶς. Γιά τοῦτο ἔτρεξε πίσω μας. Ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς πού Τόν μισήσαμε, προσπάθησε νά προλάβει ἐμᾶς πού φεύγαμε κι ὅταν μᾶς ἔφτασε, δέ μᾶς ἔλεγξε μέ σκληρότητα, δέ μᾶς γύρισε κοντά Του μέ τό μαστίγιο, ἀλλά σάν ἄριστος γιατρός πού τόν ὑβρίζει κάποιος μανιακός, πού τόν φτύνει καί τοῦ δίνει ραπίσματα, Αὐτός πρόσφερε τή θεραπευτική Του ὑπηρεσία. Σέ ἔνδειξη τοῦ μεγέθους τῆς θεραπείας πρόσφερε στήν ἀνθρώπινη φύση τήν ἴδια Του τήν θεότητα ὡς φάρμακο. Φάρμακο πολύ δραστικό, φάρμακο παντοδύναμο. Αὐτή ἀπέδειξε τό ἀσθενικό μας σαρκίο πιό ἰσχυρό ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις. Ὅπως δηλαδή ὁ σίδηρος ὅταν ἑνωθεῖ μέ τή φωτιά εἶναι ἀδύνατο ν᾽ ἀγγιχτεῖ, ἔτσι καί τό χόρτο τῆς δικῆς μας φύσης, ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τή φωτιά τῆς θεότητας, ἔγινε ἀπλησίαστο ἀπό τό διάβολο. Κι ἐπειδή ἕνα πάθος θεραπεύεται μέ τά ἀντίθετά του -ὅπως λένε κι οἱ μαθητές τῶν γιατρῶν- καταβάλλει κι Αὐτός τά πάθη μας μέ τά ἀντίθετά τους, δηλαδή τήν ἡδονή μέ τούς μόχθους, τήν ὑπερηφάνεια μέ τήν ταπείνωση. Δέν ταπείνωσε δηλαδή μόνο τόν Ἑαυτό Του μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος στή θεότητα, ἀλλά ταπεινώθηκε καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (πρβλ. Φιλιπ. 2, 6-8).


Πράγματι ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσο ταπεινός; «Δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τήν κεφαλή του» (Ματθ. 8, 20). Δέν εἶχε ὑποζύγιο, δέν εἶχε διπλό χιτώνα, δέν εἶχε ἄλλο ροῦχο. «Δεχόμενος προσβολές, δέν τίς ἀνταπέδιδε. Δέν ἀπειλοῦσε ὅταν τοῦ ἔκαναν κάποιο κακό»(Α’ Πέτρ. 2, 23). Ὁδηγοῦνταν σάν ἄκακο ἀρνί στή θυσία, χωρίς νά διαμαρτύρεται, χωρίς νά φωνάζει (Ἠσ. 53, 7). Τόν ράπιζαν κι ἔδινε πρόθυμα τή σιαγόνα Του σ᾽ ἐκεῖνον πού Τόν χτυποῦσε. Δέν ἔστρεψε τό πρόσωπό Του γιά ν᾽ ἀποφύγει τά αἰσχρά φτυσίματα. Ἐνῶ Τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. 8, 48) καί ἐνῶ Τόν καταδίωκαν, δείχνει ὑπομονή σ᾽ αὐτά, γιά ν᾽ ἀκολουθήσομε κι ἐμεῖς τά ἴχνη Του.


Τά ἔκανε ὅλα αὐτά μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Ὄντας δηλαδή δικός Του Υἱός Μονογενής καί Ὁμοούσιος, μᾶς γνώρισε τήν Πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Γιατί τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί Πατέρας, ὥστε ἔδωσε ὡς λύτρο γιά χάρη μας τόν Μονογενή Υἱό Του. Ὤ ἀγάπη ἀνυπέρβλητη! Ἔδωσε τόν Μονογενή Υἱό Του, πού ἦταν συμβασιλέας Του, γιά χάρη δούλων πού παράκουσαν, γιά χάρη ἐχθρῶν πού Τόν βλασφημοῦσαν καί λάτρευαν γιά θεό τους τόν ἐχθρό. Ὤ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ (Ρώμ. 11, 33). Δέν ἀντιστάθηκε ὅμως ὁ Μονογενής Υἱός, δέν ἀθέτησε τό θέλημα τοῦ Πατέρα. Γιατί ἦταν Αὐτός ἡ βουλή καί ἡ θέληση τοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἐπειδή ἦταν μέτοχος καί κοινωνός τῆς φύσης Του (γιατί εἶναι μία ἡ φύση τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ), ἐκτελεῖ δικό Του θέλημα, γίνεται ἄνθρωπος καί ὑπήκοος τοῦ Πατέρα μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλ. 2, 8), θεραπεύοντας ἔτσι τή δική μου παρακοή.


3. Ἐπείγεται λοιπόν πρός τό πάθος καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, τό σωτήριο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας, καί δέ βρίσκει σ᾽ αὐτήν καρπό. Γιατί αὐτήν ὑπαινίσσεται μεταφορικά ἡ συκιά. Ποιός δηλαδή τρώει τό πρωί; Ὁ βασιλιάς, ὁ Κύριος, ὁ Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δέν ἐμποδίζει τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Δέν συγκρατεῖ τή φύση Του, ἀλλά, σάν κάποιος ἀκρατής κι ἀκόλαστος, ὁρμᾶ ἀνόητα στό φαγητό, σέ ἀκατάλληλη ὥρα. Πῶς τότε παιδαγωγεῖ τούς μαθητές Του νά μήν τούς νικᾶ τό πάθος τῆς ἐπιθυμίας;

 Δέν εἶναι ἔτσι τό πράγμα. Ἀλλά ὅπως μιλοῦσε διδάσκοντας μέ παραβολικούς λόγους, ἔτσι ἐκτελεῖ καί τίς παραβολές μέ ἔργο. Πλησίασε στή συκιά πεινώντας (Ματθ. 11, 19). Ἡ συκιά ὑποδήλωνε τή φύση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ καρπός τῆς συκιᾶς εἶναι γλυκύς, τά φύλλα της τραχιά κι ἄχρηστα κι ἕτοιμα γιά τή φωτιά. Ἀλλά καί ἡ φύση τῆς ἀνθρωπότητας εἶχε γλυκύτατο τόν καρπό τῆς ἀρετῆς, ἔχοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐντολή νά τήν καρποφορεῖ, ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀκαρπίας της στήν ἀρετή ἔβγαλε τά τραχιά φύλλα.


Πράγματι τί ὑπάρχει τραχύτερο ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες (Γεν. 2, 25); Ἦταν κάποτε γυμνοί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί δέν ἔνιωθαν ντροπή. Γυμνοί στήν ἁπλότητα καί τήν ἀπέριττη ζωή τους. Οὔτε τέχνη εἶχαν οὔτε βιοτικές μέριμνες. Δέν ἐπινοοῦσαν τρόπους πῶς νά σκεπάσουν τή γύμνια τοῦ σώματός τους. Δέν ντρέπονταν γιά τήν ἀκτημοσύνη τους οὔτε γιά τή λιτότητα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά, ἄν καί ἦταν γυμνοί στό σῶμα, τούς σκέπαζε ἡ Θεία Χάρη. Δέν εἶχαν σωματικό φόρεμα, ἀλλά φοροῦσαν ἔνδυμα ἀφθαρσίας. Ὅταν ὅμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά ἀπό τή Χάρη πού τούς σκέπαζε. Ἀπογυμνώθηκαν ἀπό τήν ἔκστασή τους πρός τόν Θεό καί τή θεωρία Του. Εἶδαν τή γύμνωση τοῦ σώματός τους (Γεν. 3, 7). Πόθησαν τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς. Βρέθηκαν μέσα στή φτωχική καί στερημένη ζωή. Ἔρραψαν φόρεμα ἀπό φύλλα συκιᾶς κι ἔκαναν περιζώματα, ἔκαναν πολλούς λογισμούς καί βρῆκαν τήν τραχιά καί γεμάτη μέριμνες καί πόνους ζωή. «Μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου θά φᾶς τό ψωμί σου. Καταραμένη θά εἶναι γιά τά ἔργα σου ἡ γῆ, θά βγάλει γιά σένα ἀγκάθια καί τριβόλια καί θά καταλήξεις στή γῆ» (Γεν. 3, 17, 19).


Ἀπόχτησες γήινα φρονήματα, γι᾽ αὐτό ἡ στροφή σου θά γίνει πρός τή γῆ. Ἔγινες ἕνα μέ τά ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ δέν κατάλαβες ὅτι εἶχες τιμητική θέση (Ψαλμ. 48, 13). Ἤσουν στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ καί δέν κατάλαβες τήν καρποφόρο ἀρετή. Προτίμησες τήν ἀπόλαυση τῶν γήινων κι ἀγάπησες τή ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. Εἶσαι γῆ καί θά καταλήξεις στή γῆ. Θά κληρονομήσεις τό θάνατο, ὅπως τά ἄλογα ζῶα. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού φοράει καί τούς δερμάτινους χιτῶνες (Γεν. 3, 21). Ὄντας μέ τό σῶμα του ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο – ἐνῶ πρῶτα ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς καί κατοικοῦσε σέ βασιλικά διαμερίσματα – ἀπέκτησε ἔπειτα θνητό καί παχύ σῶμα, ἱκανό νά ἀντέχει στούς κόπους. Εἶναι ἀληθινά τραχιά τά φύλλα τῆς συκιᾶς τῆς φύσης μας, τῆς ἀπειθάρχητης κακίας τῆς φύσης μας. Σ᾽ αὐτή τή συκιά, τή φύση δηλαδή τῆς ἀνθρωπότητας, πῆγε ὁ Σωτήρας πεινώντας καί ζητώντας ἀπό αὐτήν τό γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τήν γλυκύτατη γιά τό Θεό ἀρετή, μέ τήν ὁποία πραγματοποιεῖ τή σωτηρία μας. Καί δέ βρῆκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, τήν τραχιά καί πικρή ἁμαρτία καί ὅ,τι κακό φυτρώνει ἀπό αὐτήν.


Γι᾽ αὐτό καί τῆς λέει ἐπιτιμητικά: «Ποτέ πιά δέν θά δώσεις καρπούς» (Ματθ. 11, 19). Γιατί ἡ σωτηρία δέν προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετή δέν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινη δύναμη. Ἐγώ θά φέρω τή σωτηρία σας καί μέ τό πάθος μου θά σᾶς χαρίσω τήν ἀνάσταση. Θά σᾶς χαρίσω ἐπιπλέον καί τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τήν πολύ σκληρή αὐτή ζωή πού τώρα ζεῖτε. Αὐτά εἶπε καί βέβαια ὅπως τά εἶπε καί τά πραγματοποίησε.


Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνος


Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὁμιλία

 στήν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ

Πηγή: imaik.gr